πυράνιο

πυράνιο
το, Ν
χημ. ετεροκυκλική οργανική ένωση που απαντά με δύο πιθανές ισομερείς μορφές, το α- και το γ- πυράνιο, εξαιρετικά ασταθείς, τών οποίων η ύπαρξη δεν έχει επιβεβαιωθεί απολύτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ, πρβλ. αγγλ. pyran (< πῦρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πυρανικός — ή, ό, Ν (βιοχ.) (για ένωση) αυτός τού οποίου η δομή περιέχει το α πυράνιο ή το γ πυράνιο …   Dictionary of Greek

  • πυρανόζη — η, Ν συν. στον πληθ. οι πυρανόζες (βιοχ.) γενική ονομασία τών ημιακεταλών, κυκλικών ισομερών τών οζών, στις οποίες ο δακτύλιος περιλαμβάνει 6 μικρές αλυσίδες και προέρχεται από το πυράνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyranose < pyran… …   Dictionary of Greek

  • ξανθένιο — το χημ. αρωματική ετεροκυκλική ένωση, γνωστή και ως διβενζο γ πυράνιο, που λαμβάνεται με αναγωγή τής ξανθόνης και χρησιμοποιείται ως μυκητοκτόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. xanthene < ξανθός + κατάλ. ένιο τής χημικής ορολογίας] …   Dictionary of Greek

  • ετεροκυκλικές ενώσεις — Ακόρεστες οργανικές ενώσεις με δομή πενταμελούς ή εξαμελούς δακτυλίου. Το χαρακτηριστικό αυτό των ενώσεων, από το οποίο και προκύπτει η ονομασία τους, είναι η παρουσία μέσα στον δακτύλιο ενός ή περισσότερων ατόμων διαφορετικών από τον άνθρακα που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”